Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Poliahu-η πανέμορφη θεότητα του χιονιού

Στη μυθολογία της Χαβάης υπάρχουν τέσσερις θεότητες του χιονιού. Μία από αυτές ονομάζεται Poliahu. Η κατοικία της ήταν το ηφαίστειο Μάουνα Κέα, το οποίο εάν μετρηθεί από τον πυθμένα του ωκεανού είναι το ψηλότερο βουνό του κόσμου.


Annette Winkler

Σύμφωνα με το θρύλο που υπάρχει, η Poliahu συνάντησε τον Aiwohikupua στην ανατολική πλευρά του ηφαιστείου. Ερωτεύτηκαν και ο  Aiwohikupua πήρε την Poliahu στην πατρίδα του. Εκεί η Poliahu ανακάλυψε ότι ο αγαπημένος της ήταν ήδη αρραβωνιασμένος με την πριγκίπισσα του Μάουι. Απογοητευμένη, καταράστηκε την αντίζηλό της να παγώσει μέχρι το κόκαλο και μετά ο πάγος να γίνει καυτή φωτιά. Η πριγκίπισσα του Μάουι εγκατάλειψε τον Aiwohikupua, ο οποίος δεν γλύτωσε κι αυτός από την δύναμη της Poliahu. Τον καταράστηκε να παγώσει μέχρι θανάτου.

Υπάρχει και δεύτερος θρύλος που συνδέεται με την Poliahu. Έχει ως εξής: Σε έναν αγώνα με έλκηθρα, ένας όμορφος άντρας προκάλεσε την Poliahu. Δύο φορές τον νίκησε, όμως την τρίτη ο ξένος άντρας προσπάθησε να εμποδίσει την Poliahu, για να μην νικήσει ξανά. Έριξε καυτή λάβα μπροστά της και αποκαλύφθηκε-ήταν ο θεός της φωτιάς και του ηφαιστείου, ο Pele. 

Η Poliahu έτρεξε προς την κορυφή του βουνού, παραπαίοντας. Όταν ανέκτησε την ψυχραιμία και τη δύναμή της, έριξε χιόνι πάνω στη λάβα και την πάγωσε, περιορίζοντάς την στο νότιο άκρο του νησιού. Λέγεται ότι από εκείνη την ημέρα ο Pele είναι ο κυρίαρχος των ηφαιστείων Kīlauea and Mauna Loa, αλλά η βόρεια πλευρά του νησιού ανήκει στην Poliahu.

Η ομορφιά και των τεσσάρων θεοτήτων του χιονιού, στην μυθολογία της Χαβάης, είναι εξωπραγματική. 
Η Poliahu όμως είναι αυτή που ξεχωρίζει!


George Zadorozhnyuk

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης

Νίκου Καζαντζάκη: Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.

Στο παρακάτω απόσπασμα: Η μαντάμ Ορτάνς -που είναι ένα από τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος επειδή ήταν συνδεδεμένη με τον Ζορμπά- έχει πεθάνει και ο συγγραφέας με τον Ζορμπά επιστρέφουν από την κηδεία της.)   

Προχωρούσαμε αμίλητοι μέσα από τα στενά δρομάκια του χωριού. Τα σπίτια μαυρολογούσαν ολοσκότεινα, κάπου ένα σκυλί γάβγιζε, κάποιο βόδι αναστέναζε. Κάποτε μας έρχουνταν στο φύσημα του αγέρα εύθυμα, αναβρυτά, σαν παιγνιδιάρικα νερά, τα κουδουνάκια της λύρας. 
Βγήκαμε από το χωριό, πήραμε το δρόμο κατά το ακρογιάλι μας. 
-Ζορμπά, είπα, για να κόψω τη βαριά σιωπή, τι αγέρας είναι ετούτος; Νοτιάς; 
Μα ο Ζορμπάς πήγαινε μπροστά, κρατώντας σα φανάρι το κλουβί με το παπαγάλο και δεν αποκρίθηκε. 
Όταν φτάσαμε στο ακρογιάλι μας, ο Ζορμπάς στράφηκε: 
-Πεινάς, αφεντικό; ρώτησε. 
-Όχι, δεν πεινώ, Ζορμπά. 
-Νυστάζεις; 
-Όχι. 
-Μήτε εγώ. Ας καθίσουμε στα χοχλάδια, έχω κάτι να σε ρωτήσω. 

Ήμασταν και οι δυο κουρασμένοι, μα δε θέλαμε να κοιμηθούμε. Δε θέλαμε να χάσουμε το φαρμάκι της μέρας ετούτης, ο ύπνος μας φαίνουνταν σα μια φυγή σε ώρα κιντύνου και ντρεπόμασταν να κοιμηθούμε. 
Καθίσαμε στην άκρα της θάλασσας∙ έβαλε ο Ζορμπάς το κλουβί ανάμεσα στα γόνατά του και κάμποση ώρα σώπαινε. Ένας φοβερός αστερισμός ανέβηκε από το βουνό, πολυόματο τέρας με στρουφιχτήν ουρά, κάπου κάπου ένα αστέρι ξεκολλούσε κι έπεφτε. 
Ο Ζορμπάς κοίταξε τ' αστέρια, με το στόμα ανοιχτό, σα να τά 'βλεπε για πρώτη φορά. 
-Τι γίνεται εκεί απάνω! μουρμούρισε.  
Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε. 
-Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα έκαμε; Γιατί τα έκαμε; Και πάνω απ' όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε; 
-Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. 
-Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν. 
Όμοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό. Σώπασε λίγο, άξαφνα ξέσπασε: 
-Τότε τι ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άμα δεν λένε αυτό τι λένε; 
-Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν' απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα. 
-Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες. 

Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω: 
-Καναβάρο! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια. 
-Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί. Στράφηκε πάλι σε μένα 
-Εγώ θέλω να μου πεις από που ερχόμαστε και που πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές∙ θα ‘χεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί∙ τι ζουμί έβγαλες; 

Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε, αχ, να μπορούσα να του ‘δινα μια απόκριση! Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη∙ μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι ‘ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει. 

-Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία. 
Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος: 
-Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας∙ τ' άλλα φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα∙ τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει∙ το γευόμαστε, τρώγεται∙ το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό. 
Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου∙ από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. 
Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει... 

Σταμάτησα. Ήθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα. 
-Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες; 
-...Αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: "Θεός"∙ άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: «Μου αρέσει». 

Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα∙ βασανίζουνταν να καταλάβει. 
-Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο∙ τον κοιτάζω και δεν φοβούμαι. Όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω! 
Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι: 
-Όχι, δε θ' απλώσω εγώ στο Χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: «σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω!» 
Δε μιλούσα∙ στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος. 
-Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε. 

Δε μιλούσα. Να λες «Ναι!» στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου λεύτερη βούληση -αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το 'ξερα, και γι αυτό δε μιλούσα. 
Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε. 
-Καληνύχτα, αφεντικό, είπε∙ φτάνει. 

Ζεστός νοτιάς φυσούσε πέρα από το Μισίρι και μέστωνε τα τζερτζεβατικά και τα φρούτα και τα στήθια της Κρήτης. Τον δέχουμουν να περιχύνεται στο μέτωπο, στα χείλια μου και στο λαιμό, κι έτριζε και μεγάλωνε, σα να ‘ταν πωρικό, το μυαλό μου. 
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν ήθελα. Δε συλλογίζουμουν τίποτα∙ ένιωθα μονάχα, στη ζεστή ετούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, να μεστώνει. Έβλεπα, ζούσα καθαρά το καταπληχτικό ετούτο θέαμα: ν' αλλάζω. 
Ό,τι γίνεται πάντα στα πιο σκοτεινά υπόγεια του στήθους μας, γίνουνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστός στην άκρα της θάλασσας, παρακολουθούσα το θάμα. 

Τ' αστέρια θάμπωσαν, ο ουρανός φωτίστηκε, κι απάνω στο φως χαράχτηκαν με ψιλό κοντύλι τα βουνά, τα δέντρα, οι γλάροι. Ξημέρωνε.

Vincent van Gogh, 1853-1890

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Ευτυχισμένη είναι η ψυχή


Ευτυχισμένη είναι η ψυχή που έχει κάτι να αναπολεί από το παρελθόν με περηφάνια και κάτι να προσδοκά από το μέλλον με ελπίδα.

Oliver G. Wilson, Αμερικανός ιεροκήρυκας

Bob Ross, Αμερικανός ζωγράφος (1942-1995)

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Vedran Smailović-Ο τσελίστας του Σεράγεβο

Σε αυτή την πολύ δυνατή φωτογραφία βλέπετε τον Vedran Smailović, γνωστό ως τσελίστα του Σεράγεβο . Η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1992 κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Σεράγεβο, στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας.

Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας ο Smailović έπαιζε συχνά με το τσέλο του σε ερειπωμένα κτίρια. Ένα από αυτά ήταν η Εθνική Βιβλιοθήκη, όπου τραβήχτηκε και η φωτογραφία. Έπαιζε ακόμα σε κηδείες, έστω και αν οι κηδείες γίνονταν συχνά στόχοι από ελεύθερους σκοπευτές. Δραπέτευσε από την πόλη στα τέλη του 1993 και έκτοτε έχει συμμετάσχει σε πολλά μουσικά έργα ως ερμηνευτής, συνθέτης και μαέστρος.

Στις 6 Απριλίου 1992, κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, το Σεράγεβο περικυκλώθηκε από το Γιουγκοσλαβικό Εθνικό Στρατό και, ύστερα, από τον νεοσύστατο Σερβο-βοσνιακό στρατό. Τις δύο αυτές δυνάμεις πλαισίωσαν και ένας αριθμός Σέρβων παραστρατωτικών. Η πολιορκία και ο καθημερινός βομβαρδισμός του Σεράγεβο διήρκεσε μέχρι τον Οκτώβριο του 1995 και προκάλεσε τεράστιες καταστροφές και μετακινήσεις πληθυσμών. Υπολογίζεται ότι περίπου 10.000 Βόσνιοι σκοτώθηκαν ή χάθηκαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, μεταξύ των οποίων 1.500 παιδιά. Επιπλέον, περί τις 56.000 άνθρωποι τραυματίστηκαν, μεταξύ των οποίων 15.000 παιδιά.

Πολλά και σημαντικά κτίρια καταστράφηκαν ή υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Ανάμεσά τους η Εθνική Βιβλιοθήκη η οποία καταστράφηκε ολοσχερώς. Μεταξύ των απωλειών ήταν 700 χειρόγραφα και παλαίτυπα και μια μοναδική συλλογή Βοσνιακών περιοδικών εκδόσεων. Πριν από την επίθεση, η βιβλιοθήκη κατείχε 1,5 εκατομμύρια τόμους και πάνω από 155.000 σπάνια βιβλία και χειρόγραφα. 
Πηγές 1 2 3 4

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Ιθάκη


Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, 
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος, 
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. 

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, 
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι, 
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις, 
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή 
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει. 

Lev Lagorio, 1828–1905
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, 
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, 
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, 
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.  

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος. 
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι 
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά 
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους· 
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά, 
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις, 
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους, 
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, 
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά· 
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας, 
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.  

Lev Lagorio, 1828–1905
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη. 
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου. 
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου. 
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει· 
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί, 
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο, 
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη. 

 Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι. 
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο. 
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.  

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
 Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, 
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

Κωνσταντίνος Καβάφης 
(29 Απριλίου 1863 - 29 Απριλίου 1933)


Lev Lagorio, 1828–1905

Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

Αρνούμαι να εγγίσω μέχρι και του οβολού τα δημόσια χρήματα


«Ελπίζω ότι όσοι εξ' υμών συμμετάσχουν εις την Κυβέρνησιν θέλουν γνωρίσει μεθ' εμού ότι εις τας παρούσας περιπτώσεις, όσοι ευρίσκονται εις δημόσια υπουργήματα δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν μισθούς αναλόγως με τον βαθμό του υψηλού υπουργήματός των και με τας εκδουλεύσεις των, αλλά ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει να αναλογούν ακριβώς με τα χρηματικά μέσα, τα οποία έχει η Κυβέρνησις εις την εξουσίαν της. 

Εφ'όσον τα ιδιαίτερα εισοδήματά μου αρκούν διά να ζήσω, αρνούμαι να εγγίσω μέχρι και του οβολού τα δημόσια χρήματα, ενώ ευρισκόμεθα εις το μέσον ερειπίων και ανθρώπων βυθισμένων εις εσχάτην πενίαν».  

Ιωάννης Καποδίστριας  Πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδος, προς την Δ΄ Εθνοσυνέλευση (Άργος, 11 Ιουλίου - 6 Αυγούστου 1829)  

Ο Ιωάννης Καποδίστριας δολοφονήθηκε λίγο αργότερα στις 9 Οκτωβρίου 1831.



Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Αν υπήρχε λίγο περισσότερο σιωπή


Αν υπήρχε λίγο περισσότερο σιωπή, αν μπορούσαμε όλοι να σιωπήσουμε… ίσως θα μπορούσαμε να καταλάβουμε κάτι. 

Φρεντερίκο Φελίνι


Sophie Busson

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Ελένη Βαλλιάνου-Η Ζαν ντ' Αρκ της Γαλλικής Αντίστασης



Ελληνικής καταγωγής ηρωίδα της Γαλλικής Αντίστασης, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.  

Η Ελένη Βαλλιάνου (Hélène Vagliano) γεννήθηκε το 1909 στο Παρίσι. Ήταν κόρη του Κεφαλλονίτη πλοιοκτήτη Μαρίνου Βαλλιάνου και της Δανάης Βαλλιάνου. Η οικογένειά της ζούσε σε ένα πολυτελέστατο σπίτι στο Άσκοτ της Αγγλίας, όπου η μικρή Ελένη πέρασε τα παιδικά της χρόνια.  
Το 1924 οι γονείς της, λάτρεις του γκολφ, μετακόμισαν στις Κάννες της γαλλικής Ριβιέρας για να μπορούν να επιδίδονται και τον χειμώνα στο αγαπημένο τους άθλημα. Η 15χρονη Ελένη παρέμεινε στο Άσκοτ, όπου συνέχισε τις σπουδές της, εσώκλειστη στο τοπικό σχολείο St. George’s School. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητή μεταξύ των συμμαθητών της. Έπαιζε υπέροχο πιάνο, μιλούσε με ευχέρεια γαλλικά και αγγλικά και συμμετείχε στα αθλητικά δρώμενα του σχολείου της με την ομάδα του λακρός.  

Το 1927, η 18χρονη πλέον Ελένη ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Άσκοτ και μετακόμισε στο σπίτι των γονιών της στις Κάννες. Ήταν ένα αρχοντικό στην περιοχή στην περιοχή Καλιφορνί, με την ονομασία Βίλα Σανφλερί (Villa Champfleuri). Ξεχώριζαν η μεγάλη πισίνα, οι λιμνούλες με τα φλαμίνγκος και ο εντυπωσιακός κήπος, ο οποίος αργότερα κηρύχτηκε διατηρητέος. Ένας αληθινός επίγειος παράδεισος για την οικογένεια Βαλλιάνου. Ο πατέρας της ήταν ήδη πρωταθλητής του γκολφ και πρόεδρος του τοπικού συλλόγου και η μητέρας της επικεφαλής της τοπικής γυναικείας ομάδας του γκολφ.    

Η νεαρή Ελένη έζησε μια ανέμελη ζωή τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Τρελαινόταν για θαλάσσιες βόλτες με το ταχύπλοο που της χάρισε ο πατέρας της και αγαπούσε με πάθος την ορειβασία. Συχνά έγραφε άρθρα για την εφημερίδα των αποφοίτων του σχολείου της και μετέφραζε άρθρα στη γραφή Μπράιγ για τις εφημερίδες των τυφλών. Αναμίχθηκε στο κίνημα του προσκοπισμού, αλλά και στα κοινά της αγγλικής κοινότητας των Καννών.

Η ζωή της έλαβε διαφορετική τροπή με την κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1939. Μαζί με τη μητέρα της βοηθούσε εθελοντικά τους Γάλλους στρατιώτες που στέλνονταν στο μέτωπο της Ιταλίας. Από το καλοκαίρι του 1940, όταν η Γαλλία βρέθηκε κάτω από τη γερμανική κατοχή, ο γαλλικός λαός άρχισε να οργανώνει την αντίστασή του στη δωσιλογική κυβέρνηση του Βισύ. Η Ελένη, με νεανική ορμή, πνεύμα αγωνιστικό και θάρρος αξιοζήλευτο, συμμετέχει στο αντιστασιακό κίνημα των «Μακί» της περιοχής της και σύντομα αναδείχνεται ηγετικό στέλεχος, παρά τη νεαρή της ηλικία.

Η παράτολμη, όμως, δράση της κινητοποίησε τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις στις Κάννες. Στις 28 Ιουλίου 1944 συνελήφθη από άνδρες της οργάνωσης Λεγεώνα των Γάλλων Εθελοντών κατά του Μπολσεβικισμού του πρώην κομμουνιστή βουλευτή Ζακ Ντοριό, που συνεργάζονταν με τις κατοχικές δυνάμεις. Την ίδια ημέρα συνελήφθησαν και οι γονείς της, σε μια προσπάθεια να της ασκηθεί πίεση και να καταδώσει τους συντρόφους της.
Έως τις 15 Αυγούστου την υπέβαλλαν σε φρικτά βασανιστήρια στο τοπικό αρχηγείο της Γκεστάπο, χωρίς να μπορέσουν να κάμψουν το ηθικό της ή να της αποσπάσουν οποιαδήποτε μαρτυρία για τους συντρόφους της. Ανήμερα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και λίγες μόνο ώρες προτού εισέλθουν τα συμμαχικά στρατεύματα στις Κάννες, την εκτέλεσαν έξω από την πόλη, μαζί με 23 άλλους συγκρατούμενούς της.

Η πάνδημη κηδεία της έγινε έξι εβδομάδες μετά την εκτέλεσή της, στον Ρωσικό Ορθόδοξο Ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στις απελευθερωμένες Κάννες. Το φέρετρό της ήταν τυλιγμένο με την τρίχρωμη γαλλική σημαία, ενώ οι σύντροφοί της στην αντίσταση απέδιδαν τιμές. Μια χορωδία τραγούδησε το Ave Maria και το αγαπημένο της κομμάτι Viens Douce Mort, σύνθεση του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Βρίσκεται θαμμένη σε κρύπτη του Ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, όπου κάθε χρόνο τον Δεκαπενταύγουστο γίνεται επιμνημόσυνη δέηση στη μνήμη της.

Οι εφημερίδες της εποχής χαρακτήρισαν την Ελένη Βαλλιάνου ως νέα Ζαν ντ’ Αρκ. Η Γαλλική κυβέρνηση της απένειμε μετά θάνατον το Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής και τον Πολεμικό Σταυρό του Φοίνικα. Στις Κάννες ένας δρόμος φέρει το όνομά της (rue Hélène Vagliano. Τον Αύγουστο του 2002 έγιναν αποκαλυπτήρια τιμητικής πλάκας στον αύλειο χώρο του Δημαρχείου Λειβαθούς στις Κεραμιές Κεφαλληνίας, πατρίδα του εθνικού ευεργέτη Παναγή Βαλλιάνου (Εθνική Βιβλιοθήκη στην Αθήνα), προγόνου της Ελένης Βαλλιάνου.


Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

August Landmesser-ο άνδρας με τα σταυρωμένα χέρια


Η φωτογραφία που βλέπετε είναι διάσημη για τον εξής λόγο: απεικονίζει έναν άνδρα, ο οποίος, κατά την διάρκεια εκδηλώσεων για την καθέλκυση ενός πλοίου, αρνείται να χαιρετήσει ναζιστικά και κάθεται ανάμεσα στο πλήθος με σταυρωμένα τα χέρια του.

Η φωτογραφία τραβήχτηκε στις 13 Ιουνίου 1936. Ο άνδρας αυτός ήταν ο August Landmesser, ένας από τους εργάτες του ναυπηγείου. Το 1931, ελπίζοντας να βρει δουλειά, έγινε μέλος του Ναζιστικού κόμματος, μέχρι το 1935. Τότε εκδιώχθηκε γιατί  αρραβωνιάστηκε με την Irma Eckler, η οποία ήταν Εβραία.


Τον Οκτώβρη του 1935, γεννήθηκε η πρώτη κόρη του ζευγαριού, Ingrid. Το 1937, προσπάθησαν να διαφύγουν στην Δανία. Δεν τα κατάφεραν όμως, συνελήφθησαν. Η Irma ήταν πάλι έγκυος και ο August καταδικάστηκε ως "φυλετική ντροπή", σύμφωνα με τους ναζιστικούς ρατσιστικούς νόμους. Αθωώθηκε τον Μάιο του 1938, λόγω έλλειψης στοιχείων.

Τον Ιούλιο του 1938, συλλαμβάνεται ξανά και αυτή τη φορά καταδικάζεται σε δυόμισι χρόνια φυλάκισης σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Συλλαμβάνεται επίσης και η Irma, η οποία στη φυλακή γεννάει τη δεύτερη κόρη τους, Irene. Όσο διάστημα η Irma βρίσκεται σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα παιδιά της βρίσκονταν σε ορφανοτροφείο.

Η Ingrid, αργότερα αφέθηκε να ζήσει με τη γιαγιά της, ενώ η Irene πήγε σε σπίτι θετών γονιών το 1941. Την ίδια τύχη είχε και η Ingrid, όταν το 1953 πέθανε η γιαγιά της. Η μητέρα τους, πιστεύεται ότι οδηγήθηκε στο κέντρο ευθανασίας Bernburg το 1942, όπου θανατώθηκαν 14.000 άνθρωποι.

Ο August Landmesser αφέθηκε ελεύθερος το 1941. Εργάστηκε ως εργοδηγός σε μια εταιρεία μεταφορών. Πιθανολογείται ότι σκοτώθηκε το 1944 σε μάχη στην Κροατία, αφού είχε επιστρατευθεί σε τάγμα κρατούμενων.


H Irene Eckler ήταν αυτή που αναγνώρισε, χωρίς όμως να είναι απόλυτα σίγουρη, τον πατέρα της στην φωτογραφία, όταν δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα το 1991.

Τα θύματα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, υπολογίζεται ότι ήταν 50-85 εκατομμύρια άνθρωποι. Από αυτούς περίπου 6 εκατομμύρια ήταν Εβραίοι, θύματα του Ολοκαυτώματος. Πίσω από κάθε αριθμό υπάρχει ένας άνθρωπος, υπάρχει μια οικογένεια, υπάρχει μια τραγική ιστορία.

Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

Οι τυφλοί και ο ελέφαντας


Μια φορά και έναν καιρό ήταν 6 τυφλοί άντρες που κάθονταν σε ένα παγκάκι στο πάρκο και συζητούσαν. ‘Έλεγαν πως ενώ η φύση τους είχε αδικήσει και δεν τους είχε δώσει την δυνατότητα να βλέπουν τον κόσμο γύρω τους, όπως οι άλλοι άνθρωποι, εν τούτοις, τους είχε δώσει την δυνατότητα να αναπτύξουν περισσότερο τις υπόλοιπες αισθήσεις τους, και κυρίως την αφή, ώστε να μπορούν να καταλαβαίνουν με τα χέρια τους τι είναι το κάθε τι που βρίσκεται μπροστά τους. Όλοι συμφωνούσαν ότι μπορούσαν να ψηλαφίσουν κάτι με τα χέρια τους και να καταλάβουν αμέσως τι είναι αυτό που πιάνουν.  

Παρακάτω, καθόταν ένας γέρος. Δεν μίλαγε, αλλά άκουγε με ενδιαφέρον και περιέργεια αυτά που έλεγαν οι 6 τυφλοί άντρες. Ήταν πολύ μεγάλος σε ηλικία και η μεγάλη εμπειρία του από τη ζωή τον είχε κάνει σοφό. Είχε μάθει να μην βιάζεται να κρίνει ή να απορρίψει κάτι και να δέχεται πως κάθε πράγμα, κάθε θέμα, μπορεί να έχει πολλές όψεις. «Ένα πράγμα μπορεί να είναι έτσι αλλά και αλλιώς», συνήθιζε να λέει.  

Μετά από αρκετή ώρα και αφού είχε ακούσει προσεκτικά όσα έλεγαν οι τυφλοί άντρες δίπλα του, τους πλησίασε και τους ρώτησε: «Πώς είστε τόσο σίγουροι πως ό,τι ακουμπάτε, ό,τι ψηλαφίζετε με τα χέρια σας, μπορείτε να καταλάβετε αμέσως τι είναι και να είστε σίγουροι για αυτό; Πώς ξέρετε ότι δεν κάνετε λάθος;» 

Οι 6 τυφλοί άντρες του απάντησαν ότι δεν κάνουν ποτέ λάθος και ότι αν ήθελε να το διαπιστώσει και ο ίδιος, μπορούσε να τους βάλει μία δοκιμασία.  Ο γέρος δέχτηκε και την επόμενη μέρα τους συνάντησε πάλι στο πάρκο για τη μεγάλη δοκιμασία. Ο γέρος έφερε μαζί του έναν ελέφαντα και έβαλε τους 6 άντρες να τον πλησιάσουν και ένας ένας να τον ακουμπήσουν με τα χέρια ους και να του πουν τι είναι.  

Ο πρώτος τυφλός άντρας, πλησιάζοντας τον ελέφαντα από το πλάι, έπεσε πάνω στο σκληρό και σταθερό του σώμα. Ψηλαφίζοντας με τα χέρια του την τεράστια και σκληρή πλευρά του ελέφαντα, κατέληξε με στόμφο: «Μα αυτό είναι, φυσικά, ένας τοίχος!». 

 Ο δεύτερος τυφλός άντρας, από εκεί που στεκόταν, πλησίασε τον ελέφαντα από μπροστά και έπιασε την προβοσκίδα του. Αφού περιεργάστηκε με τα χέρια του την μακριά, κυλινδρική προβοσκίδα του ελέφαντα, είπε με σιγουριά: «Μου έχεις φέρει ένα φίδι, αυτό είναι ένα φίδι!».  

Ο τρίτος άντρας, που στεκόταν λίγο πιο πέρα, έπιασε τους χαυλιόδοντες του ελέφαντα. Ήταν λείοι και μυτεροί σαν βέλη και ο τυφλός άντρας αμέσως αναφώνησε: «Αυτά που πιάνω είναι ακόντια, είναι σίγουρα ακόντια!».  

Ο τέταρτος τυφλός άντρας, που είχε μακριά χέρια, έπιασε τα αφτιά του ελέφαντα που κουνιούνταν πέρα δώθε και όπως τα περιεργάστηκε, κατέληξε: «Είναι τα σκληρά φύλλα από έναν ανεμιστήρα που κουνιέται!».  

Ο πέμπτος άντρας, που ήταν πιο κοντός, έπιασε τα πόδια του ελέφαντα. Τα χάιδεψε με τα χέρια του μέχρι κάτω, τα έτριψε, και γυρνώντας προς τον γέρο-σοφό, είπε με μεγάλη βεβαιότητα: «Είναι ένας χοντρός, τραχύς κορμός δέντρου, είμαι βέβαιος!».  

Ο γέρος είπε και στον τελευταίο τυφλό άντρα να πλησιάσει και εκείνος, ψάχνοντας με τα χέρια του, έπιασε την ουρά του ελέφαντα. Ήταν μακριά, κυλινδρική και τραχιά σαν χοντρό σχοινί. «Είναι σχοινί. Είναι σίγουρα ένα χοντρό, δυνατό σχοινί!» αναφώνησε. 


 Αφού τελείωσαν και οι έξι, ο σοφός γέρος τους φώναξε κοντά του και τους είπε: «Κάνατε όλοι λάθος. Κανένας σας δεν βρήκε τι ήταν αυτό που είχε μπροστά του, που άγγιζε με τα χέρια του. Και όμως ήσασταν και οι έξι τόσο σίγουροι για τις απαντήσεις σας! Αυτό που πιάσατε όλοι σας ήταν ένας ελέφαντας. Ανάλογα όμως με την θέση όπου στεκόταν ο καθένας σας, ανάλογα με το ύψος του και το μάκρος των χεριών του, έπιανε με τα χέρια του ένα διαφορετικό σημείο του ελέφαντα. Έτσι, ένας νόμιζε ότι πιάνει έναν τοίχο, ο άλλος ένα φίδι, ο τρίτος ένα ακόντιο, ο τέταρτος τα φύλλα ενός ανεμιστήρα, ο πέμπτος έναν κορμό δέντρου και ο τελευταίος ένα δυνατό σχοινί. Κανένας σας όμως δεν κατάλαβε ότι αυτό που αγγίζατε, αυτό που περιεργαζόσασταν και ψηλαφίζατε ήταν πολύ μεγαλύτερο και είχε και άλλα μέρη, και άλλες πλευρές και άλλα σημεία που θα μπορούσατε να πιάσετε για να καταλάβετε τι πραγματικά είναι. Έτσι, κανένας σας δεν προχώρησε πιο πέρα για να αγγίξει και τα άλλα μέρη του ελέφαντα, κανένας δεν είχε ολοκληρωμένη αίσθηση του σώματος του ελέφαντα, ώστε, από τα διαφορετικά χαρακτηριστικά του, να μπορέσει να καταλάβει ότι αυτό που αγγίζει είναι ένας ελέφαντας!».  

Οι έξι τυφλοί άντρες είχαν χάσει τη μιλιά τους. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πόσο λάθος είχαν κάνει όλοι τους. Έτσι, με σεβασμό ζήτησαν, πλέον, από τον σοφό γέρο να τους εξηγήσει το λάθος τους, ώστε να μπορέσουν να γίνουν καλύτεροι. 

Και ο γέρος τους είπε: «Ο κάθε άνθρωπος, και αυτός που τα μάτια του βλέπουν καλά και καθαρά, ανάλογα με το ποιος είναι και με τη θέση που βρίσκεται, μπορεί να βλέπει ή να νιώθει διαφορετικά το ίδιο πράγμα. Για να είμαστε σίγουροι για κάτι, πρέπει να το επιβεβαιώσουμε πολύ καλά και πολλές φορές και κυρίως, πρέπει να το πλησιάσουμε, να το «δούμε» ολόκληρο. 

Εσείς δεν ψηλαφίσατε τον ελέφαντα ολόκληρο. Ο καθένας σας άγγιξε το σημείο από το σώμα του ελέφαντα που ήταν πιο κοντά του και από εκεί έβγαλε το συμπέρασμα του, το οποίο βέβαια, ήταν λάθος γιατί αφορούσε μόνο ένα κομμάτι και όχι το σύνολο. Δεν μπορούμε να κρίνουμε κάτι και να βγάλουμε συμπέρασμα, ότι και να είναι αυτό, εάν δεν το δούμε, δεν το «αγγίξουμε» από παντού, από όλες τις πλευρές του, ώστε να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα και να μπορούμε να εκφράσουμε μία σωστή άποψη.»  

«Ένας ακόμα λόγος που δεν μπορέσατε να βρείτε τι είναι αυτό που όλοι σας αγγίζατε, είναι ότι δεν συνεργαστήκατε μεταξύ σας. Ακόμα και χωρίς να ξέρετε ότι σε όλους σας έχω δώσει τον ίδιο ελέφαντα να πιάσετε, αν μιλούσατε μεταξύ σας και λέγατε ο ένας στον άλλον τι πιάνετε με τα χέρια σας και τι καταλαβαίνετε από αυτό, τότε συνδυάζοντας τις εμπειρίες και τις εντυπώσεις σας από το άγγιγμα του ελέφαντα, θα μπορούσατε να βρείτε τι είναι. Πάντοτε έχουμε να κερδίσουμε από τη συνεργασία με άλλους ανθρώπους ακόμα και αν θεωρούμε ότι αυτά που κάνει ο καθένας μας είναι διαφορετικά και δεν έχουν σχέση με αυτά που κάνει ο άλλος. 

Αν λέγατε όλοι τη γνώμη σας για το τι είναι αυτό που αγγίζατε, αν ανταλλάσσατε απόψεις, στο τέλος θα καταφέρνατε συνδυάζοντας τις γνώμες σας και τα ευρήματα σας να βρείτε την αλήθεια. Πριν καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα, είναι καλό να μιλάμε και με άλλους ανθρώπους, να ακούμε και να προσπαθούμε να καταλάβουμε και την δική τους άποψη, πριν βεβαιωθούμε για τα δικά μας συμπεράσματα.»

 (προσαρμοσμένο από το ποίημα “Six Blind Men and the Elephant”του Αμερικανού ποιητή John Godfrey Saxe (1816--1887)

Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Μόνο γιατί μ' αγάπησες


Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες 
στα περασμένα χρόνια. 
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα 
και σε βροχή, σε χιόνια, 
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες. 

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου 
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα, 
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία 
σαν κρίνο ολάνοιχτο 
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα, 
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.  


Boris Prokazov
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν 
με την ψυχή στο βλέμμα, 
περήφανα στολίστηκα 
το υπέρτατο της ύπαρξής μου στέμμα, 
μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν.  

Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει 
είδα τη λυγερή σκιά μου, 
ως όνειρο να παίζει, να πονάει, 
μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.  


Vladimir Volegov
Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες 
και μου άπλωσες τα χέρια 
κ’ είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα 
- μια αγάπη πλέρια, 
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.  

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε 
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου. 
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα, 
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου. 
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε. 


 Alexey Zaycev
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα, 
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη. 
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη. 
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα. 

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου 
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια. 
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου 
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια, 
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
  
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες έζησα, 
να πληθαίνω τα ονείρατά σου, 
ωραίε που βασίλεψες 
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω μονάχα 
γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

Μαρία Πολυδούρη
Οι τρίλιες που σβήνουν, 1928


Pino Daeni

Το τόσο όμορφο ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη έχει ερμηνεύσει μοναδικά, κατά τη γνώμη μου, η Πόπη Αστεριάδη με την βελούδινη και ευαίσθητη φωνή της. Η μουσική σε αυτή την μελοποίηση είναι του Γιάννη Σπανού.
Ακούστε το!

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Πέταξε τα όνειρά σου στο άπειρο


Πέταξε τα όνειρά σου στο άπειρο 
σαν χαρταετό, 

και δεν ξέρεις τι θα φέρουν πίσω, 
μια καινούργια ζωή, έναν καινούργιο φίλο, 

μια καινούργια αγάπη ή μια καινούργια χώρα. 

Anais Nin


Christian Schloe