Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Ο μαγικός ύπνος του Ενδυμίωνα


Στο βουνό του Λάτμου, σ’ ένα μυστικό σπήλαιο, κοιμάται ακόμα, από τα πανάρχαια χρόνια, ο ξανθός Ενδυμίων έναν ύπνο αξύπνητο.           
Απόβραδο, γύριζε από τα χλοερά βοσκοτόπια με το κοπάδι του. Διαβαίνοντας τη βουνοπλαγιά, έγειρε στο έμπα της σπηλιάς να ξεκουραστεί.           
Τότε, πρόβαλε ανάμεσα από μια σκοτεινή φυλλωσιά η θεά Σελήνη. Χαμογέλασε όταν τον είδε και θέλησε να παίξει μαζί του. Τον πλησίασε κι έριξε με δύναμη στα μάτια του μικρού βοσκού το χρυσό φως της.   

        
Ο Ενδυμίων ένιωσε μια ζάλη από τη μαγική εκείνη λάμψη. Αποκοιμήθηκε ακούγοντας, σαν σε όνειρο, τα κουδούνια των αρνιών του, που ξεμάκραιναν ακολουθώντας το γνώριμο δρόμο. Αυτή ήταν η αρχή ενός ύπνου που δεν είχε τέλος.          
 Η Σελήνη κάθισε πλάι στον ωραίο βοσκό και τον κοίταξε με αγάπη. Ακούμπησε τα ασημένια της δάχτυλα στα κλειστά του βλέφαρα. Τίναξε στα μαλλιά του, από τα μαλλιά της, ένα κύμα δροσιάς.           
― Δε θα ξυπνήσεις, ψιθύρισε.  

        
Ήρθε πάλι την άλλη νύχτα η Σελήνη, τον ξανακοίταξε χαμογελώντας.           
― Ωραία κοιμάσαι, είπε. Φυλάω για σένα μια θαυμαστή μοίρα. Αθάνατος θα υπάρχεις, σ’ ένα αιώνιο, ατελείωτο όνειρο. Είναι και τ’ όνειρο μια αλλιώτικη ζωή. Δε θα πεθάνεις ποτέ και ποτέ δε θα ξυπνήσεις.           
Έφυγε αλαφροπατώντας η θεά.   

        
Όθε διαβεί, μαγεύει τα πάντα με το χρυσό φέγγος: τους κάμπους, τις ακροθαλασσιές, τις στέγες των σπιτιών που προστατεύουν τον ειρηνικό ύπνο των ανθρώπων. Μα όταν αποτραβιέται, για ν’ ανέβει στον ουρανό η αδερφή της η Αυγή, λύνονται τα μάγια. Η πλάση ξυπνά ξαναπαίρνοντας, στο φως της μέρας, την αληθινή της μορφή.           
Μονάχα ο Ενδυμίων δε θα ξυπνήσει ποτέ απ’ το μαγικό ύπνο. Κυλάει πάντα το αίμα στις φλέβες του, μα απομένει ασάλευτος, σαν να ’χει φύγει απ’ τον κόσμο. Ένα χαμόγελο αχνό έχει ζωγραφιστεί στα μισάνοιχτα χείλη του. Ίσως ονειρεύεται μια αθώα χαρά: ένα κοπάδι ασπρόμαλλα πρόβατα.    


(από το βιβλίο: Γιώργος Γεραλής, Ελληνική μυθολογία Ι. Οι θεοί, Kαστανιώτης, 1999)